- ξυροδόκη
- ξυροδόκηrazor-casefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυροδόκη — και ξυροδόχη, ἡ (Α) η θήκη τού ξυραφιού, η ξυραφοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόκη / καπνοδόχη] … Dictionary of Greek
ξυροδόκην — ξυροδόκη razor case fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυροδόκης — ξυροδόκη razor case fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυροδόχη — ξυροδόχη, ἡ (Α) βλ. ξυροδόκη … Dictionary of Greek
ξυροθήκη — ξυροθήκη, ἡ (Α) ξυροδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + θήκη] … Dictionary of Greek